κίσσου — κισσόω wreathe with ivy pres imperat act 2nd sg κισσόω wreathe with ivy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάμπος Κισσού — Βλ. λ. Κισσού Κάμπος … Dictionary of Greek
κίττου — κίσσου , κισσόω wreathe with ivy pres imperat act 2nd sg κίσσου , κισσόω wreathe with ivy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσύβιον — κισσύβιον, τὸ (AM) μσν. ξύλινο αγγείο γάλακτος αρχ. ξύλινο ποτήρι τών αγροτών που κατά τους αρχαίους γραμματικούς ονομαζόταν έτσι είτε επειδή ήταν κατασκευασμένο από ξύλο κισσού είτε επειδή είχε ανάγλυφες παραστάσεις φύλλων ή βλαστών κισσού.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χώρας Τριφυλίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας ιδρύθηκε για να στεγάσει τα ευρήματα των εκτεταμένων ανασκαφών στις περιοχές της Τριφυλίας και της Πύλου, και ιδιαίτερα τα ευρήματα από το μυκηναϊκό ανάκτορο που ανασκάφηκε στο λόφο του Εγκλιανού. Στην… … Dictionary of Greek
Παγώνης — Λαϊκός ζωγράφος του Πηλίου. Γεννήθηκε στο ηπειρωτικό χωριό Χιονιάδες αλλά νέος εγκαταστάθηκε στη Δράκια. Για περίπου 40 χρόνια (1800 38), κυριαρχεί στην καλλιτεχνική ζωή του Πηλίου. Στην αρχή υπογράφει ως Παγώνης Χιονιαδίτης, από το χωριό της… … Dictionary of Greek
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… … Dictionary of Greek
διονυσιακός — ή, ό (AM διονυσιακός, ή, όν) [Διονύσια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια νεοελλ. ενθουσιώδης, οργιαστικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία τού Διονύσου 2. το ουδ. εν. ως … Dictionary of Greek